Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Οδοιπόρος των ατέλειωτων δρόμων
παραβάτης των ανθρώπινων νόμων,
συμπαραστάτης των ανθρώπινων πόνων
παραβάτης των παράνομων νόμων.

Εραστής της ιδέας της ελευθερίας
πολεμιστής της ανθρώπινης αδικίας,
μαχητής της γλυκιάς μου Θρησκείας
επαναστάτης της ζωής μου της ίδιας.

Επαναστάτης απ’ την γέννα μου
πολεμώ την αδικία με την πέννα μου,
εραστής, πολεμιστής κι επαναστάτης
των παράνομων νόμων παραβάτης.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ

Ελπίδα κάτω απ’ τον ήλιο
τολμάς ακούραστη καρδιά,
και σ’ αλυσοδεμένο χρόνο
τραγούδια λες για λευτεριά.

Κι όμως υπάρχει ελπίδα
καλά κρυμμένη στο δάκρυ,
των ανθρώπων ψάχνει πατρίδα
φωτιά στο σκοτάδι ν’ ανάψει.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ σιγοτραγουδούν οι άνθρωποι
ΙΔΕΩΝ ΚΙ ΑΡΧΩΝ προικισμένη
ΣΤΗΝ ζωή να ξαναδώσουν ψυχή
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στο Θεό ορκισμένη.

Φωνάζω αδέρφια τ’ αστέρια
ένα δάκρυ κρατάω στα χέρια
φωτιά στα δεσμά περιστέρια
γλάροι ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ.

ΚΟΡΩΝΑ – ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΑΛΗΘΕΙΑ – ΨΕΜΑ

Ταξίδι μ’ελάχιστες ελπίδες
ξεκίνησες πληγωμένη μου καρδιά,
παίζεις την τελευταία σου παρτίδα
ψάχνοντας όλο και πιο μακρυά.

Ψάχνεις για σπάνιες ομορφιές
για ανθρώπους με αισθήματα,
για μεγάλες και δυνατές αγάπες
που έζησαν για λίγο, ή στα ποιήματα.

Ταξίδι για απόμακρα παλάτια
αν τα ‘βρεις, ίσως λυτρωθείς,
αλλιώς γίνεσαι χίλια κομμάτια
δεν θα ‘χεις τόπο και χρόνο να σταθείς.

Νύχτα κι εσείς άστρα ξημερωθείται
φούντωσε η πληγωμένη μου καρδιά,
παίζει της ζωής τα τελευταία όνειρα
κορώνα – γράμματα στ’ αλήθεια.

Κορώνα – γράμματα για ζωή ή θάνατο
παίζει η καρδιά το μερτικό μου,
ράγισε μοίρα σκληρή μπροστά στο άδικο
αλλιώς θα δείς τον θάνατό μου.

ΓΙΑΤΙ ΘΕΕ ΜΟΥ

Όσοι γεύτηκαν στιγμές απο τον παράδεισο
κανείς τους δεν θέλησε να πεθάνει,
αίτηση για παράταση κάνουν στη ζωή
και λαχταρούν δεκτή να τους την κάνει.

Όσοι γευτήκαν πίκρα απο την κόλαση
δεν νοιάζονται για παράταση θητείας,
με άχρωμα μάτια κοιτούν στον χρόνο
καρτερώντας την ώρα της ζωντανής θυσίας.

Παράδεισος και κόλαση πάντα θα υπάρχουν
θα προσπαθούν να συμβιώσουν στις ψυχές,
πονούν οι σκλάβοι κι οι ελεύθεροι γελούν
πάντα θα τους χωρίζουν αλυσίδες ζωντανές.

Γιατί Θεέ μου της ζωής Σοφέ Δημιουργέ
να υπάρχει πικρή γεύση σκλαβιάς και θυσίας,
βάλε κλειδαριά στην κόλαση και ξαναβάλε
κι όλοι ν’ αποζητούν παράταση θητείας.

ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΤΩΡΑ

Τώρα που ξέφτισαν τόσο πολύ τα όνειρα
και τα οράματα δέθηκαν με αλυσίδες,
τώρα που η λευτεριά αγοράζεται με όβολα
κι έχουν λιγοστέψει της ζωής μας οι ελπίδες.

Τώρα μόνον τώρα χρειάζεται φυτίλι ακαριαίο
χρειάζεται θέληση κι απο θαρραλέους λεβεντιά,
πριν η ζωή γίνει ατέλειωτο ατύχημα τροχαίο
τώρα είναι η ώρα να ξανανθίσει η λευτεριά.

Τώρα αδέρφια ας σπάσουμε τα αόρατα
κι αν είναι για το όραμα της λευτεριάς,
το πράτο βόλι ας έβρει εμένα στην καρδιά
ΘΥΜΑ πολέμου σε καιρό ειρηνικής σκλαβιάς.

Τώρα είναι η ώρα και πάντα θα υπάρχει ένα τώρα
πρέπει να ξανανθίσει το όραμα της λευτεριάς,
τυχεροί όσοι χαθούμε στου χαλασμού την μπόρα
ήρωες πολέμου σε καιρό ειρηνικής σκλαβιάς.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Γενέθλια απόψε άνθισαν
σε μιας φίλης την καρδιά,
και λίγα γλαράκια φώναξε
φωτιά να βάλουν στα κεριά.

Είκοσι ένα ήλιους άναψαν
πάνω στης τούρτας τον αφρό,
φως στην ζωή της έριξαν
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό.

Τον χρόνο της συνόδεψαν
εώς τον βράχο της ζωής,
μ’ ευχές πολλές και δώρα
απο τα βάθη της ψυχής.

Γλαροπούλα πάνω απο τις φλόγες
να είναι το φτερούγισμά σου,
ο ουρανός να είναι γαλάζιος
όπως και στα όνειρά σου.

ΤΙΤΛΟΣ ΤΙΜΗΣ

Έρχομαι κοντά σου τώρα
ελεύθερος αγνός και μόνος,
κρατώντας στην ψυχή τα δώρα
για να μην τ’ αγγίζει ο πόνος.

Στέκω στα πόδι ασου μπροστά
γονατιστός στο νήμα της ζωής,
ανάλαφρα ακουμπώ λουλούδια
δώρα και τίτλο απονομής.

Το ποίημα είναι της τιμής
αφου αξίζεις πραγματικά,
τον Αθάνατο τίτλο Απονομής
ΜΑΡΙΑ που γράφει ΑΝΘΡΩΠΙΑ.

ΣΚΛΑΒΑ ΚΑΙ ΘΕΑ

Φώναξες απόψε τ’ άστρα
και ζήτησες μια Χάρη
είπες πως ένα ελληνόπουλο αγαπάς
κι είναι δυό μέτρα παλικάρι.

Ζήτησες στρώμα απο λουλούδια
αγάπη βαθειά απ’ την καρδιά του
στιχάκια ολόγλυκα τραγούδια
ορκίστηκες παντοτινά δικιά του.

Σκλάβα μαυρομάτα και θεά
του ορκίστηκες απόψε στ’ άστρα
τον ουρανό ολόκληρο κι ακόμα
και βασιλιά στου Βυζαντίου τα κάστρα.

ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ

Ο ανδρέας ο κουρσάρος
με μια γαλέρα ισπανική,
γυρίζει στις άγριες θάλασσες
μήπως ξανάβρει τη ζωή.

Έχει μαζί του τον Αντώνιο
μάγειρα και πολεμιστή,
έχει μαζί και τον Νικόλαο
για καλλιτέχνη και τραγουδιστή.

Σαν πιάσουνε λιμάνι
ζητήσαν να πάρουνε κι εμένα,
έτσι μου γράψαν στο φιρμάνι
που μούστειλαν μια μέρα.

Βιάζονται να φτάσουν μακρυά
έχουν μαζί και μια γυναίκα,
κι αν τους αφήσει η καρδιά
θα πάρουνε μαζί τους άλλες δέκα.

Τώρα όλοι μαζί φωνάζουνε
κουρσάροι αέρα στα πανιά,
δρόμο να κόβει η γαλέρα
να φτάσει γοργά στην ξενητειά.

Ψάχνουν να βρούνε το νησί
που κάποτε λέγονταν κουράγιο
να μείνουν εκεί σαν ναυαγοί
πάντα δεμένοι στο μουράγιο.

Μ’ ΑΠΟΖΗΤΑΣ

Κόντρα στον ήλιο ταξιδεύεις
με καινούριο άστρο όδηγο,
σφυρίζεις τραγούδια στους θεούς
κι όμως φαντάζεις ναυαγό.

Την μορφή μου θες να κάψεις
και τους σφυγμούς σου προκαλείς,
όμως ποτέ μου δεν υπήρξα
φωτογραφία της στιγμής.

Μ’ αποζητάς και θα ζητάς
απο το φεγγάρι την ματιά μου,
και θα ρωτάς, πάντα ρωτάς
ποια ζεί στην αγκαλιά μου.

Ήμουν για σένα γλυκό νερό
και βάλσαμο ψυχής,
ένα όνειρο ήμουν
στον δρόμο της ζωής.

ΘΑ ΕΡΘΩ ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ

Θα έρθω έρωτά μου θα το δείς
με τον αγέρα με τις στάλες τις βροχής
μην ξαφνιαστεις μπροστά σου σαν με δείς
θα σου φέρω την χαρά της ζωής
θα έρθω έρωτά μου και μην ξαφνιαστείς.

Θα έρθω έρωτά μου θα το δείς
μπορεί και με του ήλιου τις αχτίδες
πραγματικότητα στις δικές σου ελπίδες
θα έρθω με τους δικούς μου νόμους
προσπερνώντας αστυνόμους και παγίδες.

Θα έρθω έρωτά μου θα το δείς
και αν δω να είσαι ευτυχισμένη
και να χαίρεσαι της ζωής την ομορφιά
θα φύγω γλυκιά μου αγαπημένη
θα έρθω και θα φύγω λατρεμένη μου καρδιά.

Θα έρθω έρωτά μου θα το δείς
κι αν δω δυστυχισμένη να ζείς
φωτιά σε παρα – νόμους κι αστυνόμους
όσοι σου χαλάσαν την ευτυχία της ζωής
θα δικαστούν απο αντρίκιους νόμους.

Θα έρθω έρωτά μου θα το δείς
με τον ήλιο, τον αγέρα, με τις στάλες τις βροχής
δεν λέει ψέμματα ποτέ ένας ποιητής
σου έχω δώσει τον λόγο της τιμής
θα έρθω έρωτά μου θα το δείς.

ΕΡΩΤΑ ΠΟΥ ΗΡΘΕΣ ΣΑΝ ΗΛΙΟΣ

Έρωτα που ήρθες σαν ήλιος
και φώτισες την ψυχή μου,
συνέχισε να φέγγεις ήλιε μου
έρωτα στην ζωή μου.

Συνέχισε ήλιε, συνέχισε
να λάμψουν τα όνειρά μου,
τα μάτια που μ’ ερωτεύτηκαν
γιάτρεψαν την χαρά μου.

Μάτια πανέμορφα, εξωτικά
ξανάδωσαν νόημα στην ζωή μου,
η ομορφιά τους τον ήλιο σκλάβωσε
κι ο ήλιος φώτισε την ψυχή μου.

Συνέχισε έρωτα να χτυπάς
στην καρδιά μου και μην με ξαναφήσεις,
πανέμορφα μάτια με θάμπωσαν
κι αν τα πάρεις θα μ’ αρρωστήσεις.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ

Παραγγελιά βαρειά ακούγεται
ενός Μεσολογγίτη επιθυμία
ερωτικό τραγούδι ζήτησε
να συγκινήσει μια κυρία.

Του έκαψε την καρδούλα του
και σαν βροχή το δάκρυ στάζει
μακρυά της ν’ αντέξει δεν μπορεί
ύπνο δεν έχει, δεν νυστάζει.

Παλιό τραγούδι πικραμένο
χορεύει σε πίστα σκοτεινή,
είναι το παλικάρι λαβωμένο
άπονη κυρία και σκληρή.

Ας ήταν να ξανάβλεπε
τα πανέμορφά της μάτια,
και στην πίστα που χορεύει
ας γίνονταν χίλια κομμάτια.

Ανάβουν τα φώτα ξαφνικά
και το παλικάρι αντικρύζει,
στην πίστα την σκληρή θεά
να το φιλάει και να δακρύζει.

ΔΩΡΟ ΤΙΜΗΣ

Λάθος μου μεγάλο αν σε ξέχασα
ίσως νάταν της μοίρας γραφτό,
ίσως και να έφταιξε η πίκρα
που έπνιξε της ζωής μου τον σκοπό.

Πριν φανεί τι έφταιξε στ’ αλήθεια
μην βιαστείς να με παρεξηγήσεις,
τ’ ανθρώπινο λάθος μου συγχώρεσε
και μην βιαστείς να με κατηγορήσεις.

Αν η ζωή μου ξαναγίνει τραγούδι
κι ελεύθερος βρεθώ στους δρόμους,
λουλούδια γλυκιά μου θα σου φέρω
δώρο τιμής απο αντρίκιους νόμους.

ΟΙ ΑΓΡΑΦΟΙ ΝΟΜΟΙ


όταν συναντιούνται οι ματιές μας
ριγούν επικύνδινα τα κορμιά,
παράξενα χτυπούν οι καρδιές μας
όλα γύρω μας παίρνουνε φωτιά.

Ματιά στην ματιά προκαλεί πυρκαγιά
τέτοιο πάθος με ποια αλυσίδα να το δέσω,
φωτιά στην ματιά μεγάλη η ομορφιά
που νάβρω δύναμη να σε προσπεράσω.

Της κοινωνίας όμως οι άγραφοι νόμοι
φραγμός στο τρελό μας πάθος,
τα στέφανά σου γίνονται αστυνόμοι
παντρεύτηκες κι αυτό είναι το λάθος.

Φωτιές οι ματιές, ανάβουν τα κορμιά
φωτιές οι σκέψεις, τρελαίνουν τις καρδιές,
το πάθος θα μείνει όνειρο για πάντα
ο έρωτας θα τελειώνει στις ματιές.

Της κοινωνίας οι άγραφοι νόμοι
φραγμός στου έρωτα την τελειότητα,
τα στέφανά σου γίνονται αστυνόμοι,
παντρεύτηκες κι είναι πραγματικότητα.

ΚΟΙΤΑ ΒΡΟΧΗ

Δώσμου τα χείλη σου να τα φιλήσω
τα χέρια σου μπορώ να κρατώ,
κοντά σου για πάντα να ζήσω
στην αγκαλιά μου να σε κρατώ.

Κοίτα βροχή που πέφτει στο χώμα
καινούριο σ’ αγαπώ σε κάθε σταγόνα,
κοίτα την βροχή, για να θυμάσαι
ήσουν η αγαπημένη μου και θάσαι.

ΖΗΣΕ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Έστρωσα την καρδιά μου
στον δρόμο να πατάς,
σου έδωσα τα όνειρά μου
στα χέρια να κρατάς.

Ορκισμένος στα μάτια σου
ζω και πεθαίνω για σένα,
γαντζωμένος στα χείλη σου
θα φιλώ μονάχα εσένα.

Δίπλα σου να μείνω
απ’ τα χείλη σου να πίνω
ζώ και πεθαίνω για σένα
ζήσε αν θέλεις για μένα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΡΑΧΝΗ

Καλέ μου φίλε πάρτο απόφαση
πως πρέπει να φύγεις μακρυά της,
βρες μια οποιαδήποτε πρόφαση
φίλε και σπάσε τα δεσμά της.

Σπάσε τον ιστό της αράχνης
πριν μεταδώσει στην χαρά σου,
σκληρό δηλητήριο του ύπνου
και ρίξει σε νάρκη τα όνειρά σου.

Φίλε μου συνεχώς να θυμάσαι
η γυναίκα κι η αράχνη ταιριάζουν,
δέσμιο σε θέλει να κοιμάσαι
κι αν δείξεις ζωντάνια σε ρημάζουν.

Η γυναίκα αράχνη ναρκώνει
και την πιο όμορφη αγάπη
με δηλητήριο σκληρό την σκοτώνει
όταν αντιληφθεί οτι την χάνει.

ΝΑΥΑΓΙΟ

Σάπιο καράβι με σπασμένο τιμόνι
που ανελέητα το άγριο κύμα χτυπά,
έμεινες καρδιά μου δίχως λιμάνι
αφού κανένας για σένα ποτέ δεν ρωτά.

Θαλασσοδέρνεσαι, χτυπιέσαι, βουλιάζεις
μοναχή καρδιά, γερασμένη,
με δακρυσμένα τα μάτια κοιτάζεις
την ομορφιά της ζωής τη χαμένη.

Ναυάγιο σωστό το καράβι της ζωή μου
σαν φάντασμα μακρυά απο τ’ απάγγειο
έχει βουλιάξει στο ψέμα η καρδιά μου
ψάχνοντας το νησί που το λένε κουράγιο.

Κρατήσου καρδιά μου όσο μπορείς
μη σε δειλιάζει το κύμα βουνό
κρατήσου καρδιά μου όσο μπορείς
θα βγεί η αγάπη ξανά στον αφρό.

ΣΦΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΕΡΣΕΓΚΙΑ

Φαρμακερές σφήκες και σερσέγκια
φωλιάζουν στ’ άπορα μυαλά τους
κρυφά μου τόπε παλιός κρατούμενος
που ένοιωσε βαθειά στα φυλοκάρδια
την προστυχιά και την βρωμιά τους.

Κλέβουν θλίψη και πουλάνε πόνο
τα νταλαβέρια τους ώρες νυχτερινές
κι ουέ φτωχέ πιστέ κι αλοίμονο
που αδικοκαρτερείς αλήθειας τόνο
κι αντικρύζεις αμαρτωλές σκηνές.

Σου λένε η μοίρα σου πως φταίει
στο ριζικό σου πως ήτανε γραμμένο
τον ΣΤΑΥΡΟ του ΓΟΛΓΟΘΑ να φορτωθείς
ξωπίσω η μάνα σου πικρά να κλαίει
το διεστραμένο τους το κατεστημένο.

Μισομονόφθαλμη την αποκαλούν
το ένα τυφλώθηκε απ’ την αλήθεια
τ’ άλλο ανοίγει στ’ αργύρια του ΙΟΥΔΑ
κάποιοι το μεσαίο κρυφοκοιτούν
στην προστυχιά τους χρειάζεσαι βοήθεια.

ΠΕΤΑΞΕ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

Προδωμένους όρκους κλαίς καρδιά
της γυναίκας που αγαπούσες,
ξεχάστηκαν κι άλλον φιλούν
τα χείλη που φιλούσες.

Πύρινο βέλος η εγκατάλειψη
θανατηφόρες ατέλειωτες οι σκέψεις,
ματωμένη της καρδιάς η προσμονή
μου ξεγυμνώνει αργά τις αναμνήσεις.

Ολόγυμνη στα μάτια των ανθρώπων
καρδιά μου προσπάθησε ν’αντέξεις,
κάνε φτερά την λάμψη των αγέρωχων
προσπάθησε μακρυά της να πετάξεις.

Πέταξε καρδιά μου να ζήσεις
είναι πανάκριβο το γέλιο της σιωπής,
γυρίζει ο τροχός της τύχης
και καβαλάρης ξανά θα βρεθείς.

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ

Στο παγκάκι ενός πάρκου
ένας άνθρωπος αργοσβύνει αβοήθητος,
ζωντανό θύμα του λευκού θανάτου
κοινωνία απ’ την κακία μας, ολόγυμνος.

Πικρό παράπονο έχει ζωγραφισμένο στα μάτια
συντροφιά την αδιαφορία του κατεστημένου,
που μοιράζει απλόχερα λευκά εισητήρια
περιμένει να διαβεί στο νησί του πεθαμένου.

Κοινωνία αφουγκράσου το κάλεσμα της ώρας
δες που αρνήθηκε ο τάφος τον νεκρό μας,
πριν μας προσπεράσει ο χαλασμός της μπόρας
ας αναστήσουμε αυτόν τον άτυχο τώρα στο πλευρό μας.

ΚΑΛΠΙΚΑ ΦΙΛΙΑ

Πάσο θα πάω το χαρτί
που πάντα σύ κερδίζεις,
μπλόφα μου δίνεις το φιλί
και ψεύτικα δακρύζεις.

Πάσο για την αγάπη σου
στα λόγια τα γλυκά σου,
πάσο και στα χτυπήματα
της ψεύτικης καρδιάς σου.

Κάλπικα όσα μου έλεγες
Κάλπικα τα όνειρά σου,
Κάλπικα και τα χάδια σου
Και τα γλυκά φιλιά σου.

Ο ΑΛΗΤΗΣ

Ένας αλήτης σέρνει τα βήματα βαρειά
ψάχνοντας να βρει ταβέρνα ανοιχτή,
τον έρωτά του να μεθύσει να ξεχάσει
αλήτης είναι, στον δρόμο θα χαθεί.

Αγάπησε, προδώθηκε και πάγωσε
μέσα σε μια νύχτα η καρδιά του,
τώρα το σάπιο κορμί που έμεινε
απο συνήθεια οδηγεί τα βήματά του.

Μεθυσμένο τον βρίσκει η αυγή
αλήτη με πικραμένη καρδιά,
να κλαίει μια προδωμένη αγάπη
χαμένος στην σκληρή μοναξιά.

ΑΓΚΑΛΙΑ ΠΑΙΡΝΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Αγκαλιά παίρνω τον θάνατο
τα βράδυα που πονάω,
του φορτώνω κι ένα βάσανο
την μοναξιά να σπάω.

Του μιλώ για αγάπες προδωμένες
που μου πληγώσαν την ψυχή,
του μιλώ για νύχτες παγωμένες
που καταριόμουν την ζωή.

Θεριεύει και μου λέει θα σε πάρω
χαμογελώντας απαντάω, δεν μπορείς,
οι πικραμένοι δεν φοβούνται χάρο
κι άντε τώρα αλλού να κοιμηθείς.

Φεύγει γοργά μα είναι τρελαμένος
αφού να με σκοτώσει δεν μπορεί,
ξέρει δεν φοβάται ο προδωμένος
η προδωσία του ‘χει παγώσει την ψυχή.

ΛΙΓΗ ΑΓΑΠΗ

Όσα τραγούδια άκουσα
μιλούν για αγάπη,
για χωρισμό για ξενητειά
για όνειρα και πάθη.

Μιλούν για επανάσταση
μα επανάσταση δεν είδα,
την φτώχεια και τον μαρασμό
μόνο αυτα τα δύο είδα.

Μιλούν για καυσαέρια
πυρινικούς πολέμους,
για το αίμα που χύνετε
απο άντρες θαρραλέους.

Μιλούν για ομορφιά
για ξεχασμένα όνειρα,
για φυλακές για σίδερα
και για χαμένα νοιάτα.

Μιλούν για μάστιγα τρανή
που ζώνει τον πλανήτη,
για τα σκονάκια τ’ ακριβά
που βάζουνε τη λήθη.

Και τον σατανά τον τραγουδούν
πολλοί λαοί τον προσκυνούν,
του στήνουν αγάλματα χρυσά
και τον Θεό ξεχνούν.

Και εγώ τον ερυθρό σταυρό
αδικοκαρτερώ να με ζητήσει,
λίγη αγάπη κι ανθρωπιά
στ’ αλήθεια να μου δείξει!

ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ

Τα μάτια μας δακρυσμένα
πληγωμένες οι καρδιές,
τα νοιάτα μας σβησμένα
πίσω απο πόρτες κλειστές.

Πάντα απο τα όνειρά μας
την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ζητάμε,
σαν έρθει το φώς της αυγής
ξανά στην αλήθεια γυρνάμε.

Τα λόγια μας χαμένα
σκόρπια πουλιά που πετούν,
οι ελπίδες μας θαμένες
απο που να φανούν.

Μαύρο δάκρυ κι αίμα
στάζουν σε κάθε ματιά,
τα όνειρά μας θαμένα
στα παγωμένα κελιά.

Το μυαλό μας γυρνά
πάντοτε στο χθές,
μας γυρνά για λίγο
σε αναμνήσεις παλιές.

Αναμνήσεις που μας δίνουν
πάλι για λίγο χαρά,
μα το μυαλό μας γυρνά
στην αλήθεια ξανά.

Η μοναξιά αφεντεύει
μέσα στις καρδιές,
πικρή η αλήθεια
δεν γυρίζει το χθές.

Τ’ αστέρια λάμπουν
μα πως να τα δούμε,
τα σίδερα εμποδίζουν
την ζωή να γευτούμε.

ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΑ

Τα όνειρα μου έγιναν
παράξενοι εφιάλτες,
αφού μέσα στα όνειρα
δεν έβρισκα διαβάτες.

Μοναχός μέσα στα σίδερα
αδιάβατος ο δρόμος,
κρατιέμαι απ’ τα όνειρα
για να περάσει ο χρόνος.

Καινούρια αγάπη έψαχνα
να ‘ρθεί στα όνειρά μου,
να φύγω απο την μοναξιά
που δέρνει την καρδιά μου.

ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΕ

Ο πόνος μου έγινε θρασύς
και ήρθε να σε ξυπνήσει,
μεγάλη ήταν η σοφία σου
ας μην με παρεξηγήσει.

Προσκυνώ την δόξα σου
σέβομαι την ψυχή σου,
ζωντανέ θρύλε ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
είμαι ελληνικό παιδί σου.

Κάποιοι αγράμματοι αγρίεψαν
ιστορία αγοράζουν στο σκοτάδι,
την δόξα σου ελήστεψαν
και το ‘χω κρυφό μαράζι.

Φως ζητώ απ’ την μεγαλοσύνη σου
την ιστορία των Ελλήνων να φωτήσει,
συγχώρεσε το θράσος μου
ποτέ δεν θα σε ξαναξυπνήσει.

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΚΛΑΒΟΣ ΣΑΣ

Στης φαντασίας μου τα όμορφα τα κάστρα
σ’ έναν πυργίσκο ανεβασμένες,
παρέα σας έχω βάλει με τα άστρα
για πάντα σκλάβος σας αγαπημένες.

Την θάλασσα στα δύο θα σκίσω
τ’ άστρα θα ‘χω για οδηγό,
σ’ όλα τα λιμάνια θα ρωτήσω
που μένουν εκείνες που αγαπώ.

Του λιχναριού σας το τρεμούλιασμα αντικρύζω
και το πλοίο μου κοντά σας οδηγώ,
τους θησαυρούς που αποκόμισα σας φέρνω
και μπρός στα πόδια σας σε λίγο θα βρεθώ.

ΟΛΟΙ ΤΡΕΧΟΥΝ

Χύθηκε η αγάπη μου στον δρόμο
άθελά τους την πατάνε οι περαστικοί,
δεν βλέπουν πως προκαλούνε πόνο
όλοι τρέχουν και είναι βιαστικοί.

Βιάζονται να πάνε στις δουλειές
με φανερή την αγωνία στα μάτια,
δεν προλαβαίνουν να νιώσουν τις καρδιές
ούτε των διπλανών τους τα κομμάτια.

Η ζωή τελειώνει κι όλοι τρέχουν
λες και θα προλάβουν το κάτι άλλο,
η ζωή χάνεται κι αυτοί βρέχουν
με το αίμα τουςτον Χάρο εργολάβο.

Απο βιασύνη πατάνε την αγάπη μου
πώς να δούν πως πατάνε την δική τους,
δεν προλαβαίνουν να νιώσουν την καρδιά μου
απο βιασύνη καταστρέφουν την ζωή τους.

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Ασπρομαυρίζει ο ουρανός
και φοβήθηκαν τα περιστέρια
αλυσίδες βαριές παρήγγειλαν
να δέσουνε τα χέρια.

Όμως ένας τρελός απ’ το σκοτάδι
καβάλα στον ήλιο πέρασε
καπνό στα αστέρια έριξε
και ανθρώπους στις αλυσίδες έδεσε.

Και όταν οι κρίκοι εμάτωσαν
αγρίεψαν τα περιστέρια
αδέρφια τους γλάρους φώναξαν
στον ουρανό εσήκωσαν τα χέρια.

ΤΡΕΙΣ ΓΛΥΚΕΣ ΜΑΡΙΕΣ

Τρείς γλυκές Μαρίες μεσ’ το χάραμα
με συνάντησαν στου Γολγοθά τον δρόμο,
και με ματωμένα λόγια μου ψιθύρησαν
κουράγιο αγόρι μου, άντεξε στον πόνο.

Του Γολγοθά το διάβα είναι σκληρό
ποτάμια αγριεμένα της απονιάς το αίμα,
όλα τριγύρω μου τυφλά και πως να δώ
ναυάγιο η ζωή στης θάλασσας το ψέμα.

Και όμως συνέχεια προσπαθώ
ξεχνώντας τα μαχαίρια στην καρδιά,
ψηλά ανεβάζω την σκέψη μου να βρώ
το μονοπάτι που οδηγεί στην λευτεριά.

Σκληρό όμως το βλέμμα του σκοπού
μου ξαναγυρίζει την σκέψη πάλι πίσω,
εντολή θα χει κάποιου κάλπικου κριτή
στης αδικίας τον σταυρό να ξεψυχίσω.

Προδωμένα σίδερα κι εσύ βλέμμα σκληρό
ραγίστε μπροστά στις αδικίας τον σταυρό,
αληθινό κριτή γνωρίζω μονάχα τον Θεό
και ελεύθερος κοντά Του παντοτινά θα ζώ...

ΜΟΡΦΗ ΘΕΑΣ

Ο γλύπτης που σκάλισε την μορφή σου
εκτελώντας επιθυμία ανθρώπων
τα κατάφερε στο αντίκρισμα σου
να πυρπολείς καρδιές θνητών

Φωτιές, πολύ μεγάλες φωτιές
ανάβεις στο πέρασμα σου
καρδιές, σκλαβώνεις καρδιές
μονάχα με μια ματιά σου

Μορφή θεάς σου κέντησα
πολύ βαθειά μες στην ψυχή
δέξου λοιπόν στα δώρα
και αυτήν την ίδια την ζωή

ΣΑΠΙΑ ΛΟΓΙΑ

Γυμνό σάπιο κορμί μέσα στα σίδερα
μόνο στα όνειρα θυμάμαι της χαρές
τώρα η σκουριά μου διαβρώνει την διαύγεια
και η συνείδηση μου απαλύνει τις σιωπές
Νόμοι, θεσμοί και απειλές με καθηλώσανε
τρέφεται ο νους από το σάπιο κορμί
κριτές ανόητοι κρυφά καθιερώσανε
διαιτολόγιο θανάτου στην ψυχή

Σάπια λόγια τον χρόνο μηδενίζουν
αγιάτρευτες πληγές ανοίγει η αναμονή
τα ματωμένα δάκρυα σημάδια αφήνουν
και ο πόνος φουντώνει στην ψυχή

Σάπια κορμιά, σάπια λόγια, σάπια
η πτωμαΐνη προκάλεσε πλημμύρα
σάπια κορμιά, σάπια λόγια, σάπια
η πτωμαΐνη προκάλεσε πλημμύρα

ΑΝΑΓΚΗΣ ΓΕΛΙΟ

Ανάγκης γέλιο φύτρωσε μέσα στο αίμα
άπληστα η ρυτίδες μεγαλώνουν
χάνεται η αλήθεια μέσα στο ψέμα
κάποια βρώμικα χέρια την φιμώνουν

Παντού κουφάρια που σαπίζουν
άσχημο όνειρο ανθρωποθυσίας
και τα σίδερα πάντα να θυμίζουν
ναυαγό σε έρημο πέλαγος κακίας

Πλημμύρισε των γνωστικών η θάλασσα
Ζωντανά, νεκρά ανθρώπινα θύματα
μουσαφίρης σε κρατικό δείπνο θανάτου
διαβαίνω την ζωή δεμένος στα σίδερα

Διαβαίνοντας των ημερών μου τα ερείπια
με έχει τρελάνει ο θόρυβος της σιωπής
φαντάζουν φωτεινά τα αργία κύματα
φωτίζουν το αντρίκιο τέλος μιας ζωής

ΧΑΜΗΛΩΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Χαμήλωσε περήφανε τα μάτια
και αν θέλεις άνθρωπε να ευτυχίσεις
στον πληγιασμένο που είναι στα πόδια σου
άπλωσε στοργικά το χέρι να βοηθήσεις

Μην σπαταλιέσαι σε στημένα καλλιστεία
γιατί είναι κάλπικα τα φώτα και προσωρινά
μην χάσεις από της ζωής την ευτυχία
την όμορφη στιγμή που λέγεται ΑΝΘΡΩΠΙΑ

Η ευτυχία κρατά μονάχα μια στιγμή
δίχως στιγμές δεν θα είσαι ποτέ αληθινός
θα είναι σαν να μην υπήρξες στην ζωή
θα έχει φύγει ο χρόνος σου χαμένος

Χαμήλωσε τα μάτια και ανέβασε την σκέψη
μπορείς να πετάς πάντα ψηλά για το καλό
θα είναι πιο εύκολο σε αυτόν που θα πιστέψει
ότι οι στιγμές είναι λίγες και δίπλα το κακό

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΝΑΠΟΔΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Παρεξηγήσαμε άνθρωποι την ζωή μας
αντί να ψαχνόμαστε στα σοβαρά
βυθίσαμε τους ήχους της ψυχής μας
από το πουθενά ακόμα χαμηλά

Ο θεός ζωή απλόχερα μας δώρισε
και πολύ μυαλό για μεγάλα οράματα
η απληστία μας την αλήθεια σκότωσε
διαβάζουμε ανάποδα τα γράμματα

Ζωντανά οράματα με πολύ σοφία
τα ξεπουλήσαμε για λίγη ψεύτικη δόξα
που να βρεθεί τόσο μεγάλη εκκλησία
να χωρέσει ζωντανούς με τέτοια λόξα

Παρεξηγήσαμε άνθρωποι την ζωή μας
εξηγήσαμε ανάποδα τον όμορφο σκοπό
ας ψάξουμε βαθύτερα στην ψυχή μας
ας χρησιμοποιήσουμε περισσότερο μυαλό

Ο ΑΝΗΘΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ

Ο ανήθικος αυτουργός μεγαλουργεί
στο ξεψύχισμα του 20ου αιώνα
αμαχητί ο άνθρωπος πάνω στην γη
παραδίνει και τον τελευταίο προμαχώνα

Παντού σέρνονται ψεύτικες αγάπες
προκαλώντας συγκίνηση εμετικού οργασμού
χάθηκαν της ζωής οι τελευταίοι Ιππότες
έπεσαν ηρωικά στην μάχη του κακού

Αβέβαιο τώρα το ταξίδι της ζωής
σε έναν κόσμο που όλοι το παίζουν κουφοί
Ανήμπορη η κρυφή ελπίδα κάποιας ψυχής
πώς να δήξει σε ανθρώπους που είναι τυφλοί

Ο ανήθικος αυτουργός μεγαλουργεί
κερδίζει συνεχώς σε αυτή την ζωή
όλα έτοιμα για την τελική καταστροφή
χάθηκαν και οι τελευταίοι Ιππότες στην γη;

ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Δίκοπο μαχαίρι γίνεται η πένα σου
δίνει αξία στην μάχη της ζωής
και το άστρο που οδηγεί το δρόμο σου
είναι πυγαία καλοσύνη της ψυχής

Χτυπά αλύπητα, χτύπα παντού
τα όνειρα κοντεύουν να σαπίσουν
έχουν χάσει το νήμα του καλού
θέλουν τον κόσμο να γκρεμίσουν

Λουλούδια στρωμένα στο διάβα σου
ευχή του κάθε αδικημένου
φως να σκορπάει το άστρο σου
στην μάχη του κατεστημένου

Συνέχισε να φέγγεις στα άδυτα
να σπάσεις αυτό το σκοτάδι
να φέξει για λίγο στο άδικο
να φύγει αυτό το ρημάδι

ΣΠΑΣΤΕ ΤΑ ΔΕΣΜΑ

Αόρατα σίδερα στις καρδιές
χοντρά στους τοίχους καρφωμένα
παράθυρα με αλυσοδεμένο φώς
σκοτεινά και αραχνιασμένα
Καρδιές με ανύπαρκτους χτύπους
αφού βαθιά είναι ραγισμένες
κοιτάζουν στον καθρέφτη της ζωής
να ξαναδούν πως είναι ματωμένες

Κορμιά που όρθια φαντάζουν
μα είναι λυγισμένα
μυαλά που ψευτοαναπνέουν
μα είναι πεθαμένα

Όλοι στην πλάτη κουβαλάμε
και κάποια θλιβερή ιστορία
άλλος άδικη, άλλος δίκαια
κέρινο ομοίωμα σου κοινωνία

Παιδία ας σπάσουμε τα δεσμά
να ανέβουμε στους δρόμους
εδώ ζουν μόνο ποντίκια
δικασμένα σε Υπό-νόμους

Παιδία ας σπάσουμε τα δεσμά
και από του Θεού την διαθήκη
ας ζητήσουμε το μερίδιο αναπνοής
από την ζωή που μας ανήκει.

ΑΝΗΣΥΧΑ ΛΟΓΙΑ

Ανήσυχα λόγια γραμμένα
σε αόρατα χαρτιά
προσπαθούν να μου θυμίσουν το όραμα
που μίλαγε για λευτεριά

Επανάσταση στο όραμα της λευτεριάς
και είχα πιστέψει πως θα γίνει
επανάσταση ιδεών στην επανάσταση
τι κρίμα, αγοράστηκε και η επόμενη

Τώρα μόνος μιλώ για επανάσταση
φωνάζω και τα μάτια μου δακρύζουν
το αλυσόδεσαν της λευτεριάς το όραμα
νύχτα στα σκλαβοπάζαρα το τριγυρίζουν

Με ορατή την απειλή του θανάτου
θα συνεχίσω ενάντια στην ψευτιά
να γράφω για ανθρώπινα οράματα
και θα φωνάζω μέχρι να παψεί η κάρδια

Ανήσυχα λόγια με αίμα γραμμένα
λυπάμαι που ανάποδα διαβάζονται
το ξεπούλησαν της λευτεριάς το όραμα
για να πεθάνουν σκλάβοι βιάζονται

Η ΠΕΤΡΑ Η ΖΩΝΤΑΝΗ

Μακρύς, στριφτός, ατέλειωτος
ανήφορος ζωής
από πού να πάρεις δύναμη
τον Γολγοθά για να διαβείς
μακρύς, στριφτός, ατέλειωτος
κατήφορος ζωής

Ανήφορος, κατήφορος
και ανάμεσα μια πέτρα στρογγυλή
ακουμπάς για λίγο τον Σταυρό
μα σε σηκώνει το μαστίγιο του κριτή
ανήφορος, κατήφορος 
και ανάμεσα η πέτρα η ζωντανή

Ρωτώ γιατί είναι η πέτρα στρογγυλή
ρίχτα μου λέει ένας τρελός
δεν μπορείς δίχως αργύρια να μάθεις
γιατί ήτανε ο μάστορας σοφός
ξαναρωτώ γιατί είναι η πέτρα ζωντανή
και μου απαντάει ο Θεός

Ζωή σου δώρισα στον παράδεισο
και κτίζεις στην κόλαση παλάτια
τους γνωστικούς αποκαλείς φευγάτους
και η πέτρα είναι από τις ζωής σου τα κομμάτια
ζωή σου δώρισα στον παράδεισο
και εσύ στην γη την έκανες κομμάτια

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

Παρέδωσε Ιωάννη τα άρματα
και έχουν αλλάξει οι καιροί
έπαψαν οι άγιοι να δέχονται τάματα
γιέ μου κουράστηκαν και αυτοί

Δεν παραδίνω μάνα τα άρματα
μήτε τα γραμμένα, τα κρυφά
της αγάπης τα έχω κάνει τάματα
ελεύθερος θα ζήσω στα βουνά

Ελεύθερος με συντροφιά το φως
αντάρτης με συντροφιά την μοναξιά
από του κόσμου τα ζωντανά συντρίμμια
τα αγρίμια προτιμώ για συντροφιά

Ελεύθερος γεννήθηκα και ελεύθερος θα ζήσω
όσο αναπνέω τα άρματα δεν θα παραδώσω
για τις πολιτείες τους δεν θα δακρύσω
ελεύθερος σαν αγέρας θέλω να ζήσω

Αγρίμι, αντάρτης, ελεύθερος
Με τα δένδρα, τα ποτάμια, τα βουνά
Στη συντροφιά μου δεν χωράει δεύτερος
ο Ιωάννης έμαθε να ζει στην μοναξιά

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΑΝ ΑΓΕΡΑΣ

Ελεύθερος σαν αγέρας ελεύθερος
έτσι γεννήθηκα και έτσι θέλω να ζήσω
με μεγάλα οράματα και σκοπό μοναδικό
τις ομορφιές της ζωής να αναζητήσω

Φτύσαμε όμως τα οράματα και βρώμισαν
πώς να τα ξεπλύνει μοναχά μια βροχή
ξεπουλήσαμε τις ομορφιές και έμειναν
μπρος γκρεμός και πίσω η καταστροφή

μόνοι νυχτώσαμε στους δρόμους την ζωή
και στα σκοτάδια ανθίζουν συντρίμμια
ας δούμε βαθύτερα για ήλιους στην ψυχή
πριν γίνουμε χειρότεροι από τα αγρίμια

Ελεύθερος σαν αγέρας ελεύθερος
φύση σε αγαπώ γιατί είσαι ζωντανή
άνθρωποι προδώσαμε μια ομορφιά
και πολύ σκληρά θα μας εκδικηθεί

Η ΦΥΛΑΚΗ

Σε έναν κήπο γεμάτο λουλούδια
μπήκα να δω την ζωή
και αντικρίζω μέσα στα λουλούδια
μια μουντή μικρή φυλακή

Απορώ πως με τόσα λουλούδια
πως μπορεί να υπάρχει εκεί
μηχανή που συνθλίβει ανθρώπους
αλλοιώνοντας κάθε πνοή

Δυστυχή, ελεύθερε άνθρωπε
πως μπορείς και κρατιέσαι εκεί
σε κλουβί που σου λιώνει την σάρκα
που ακούει στο όνομα φυλακή

Της ματιάς σου εκείνη την λάμψη
έχω ασπίδα μου κάθε στιγμή
περιμένω τον χρόνο να στρίψει
στην μεριά που προσμένεις εσύ!

ΕΝΕΔΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ενέδρα θανάτου νύχτα στήθηκε
σε πρόσταγμα κατάμαυρης ψυχής
κουμπουροφόρους στο γλάρο έστειλε
να του κόψουν το νήμα της ζωής
Ο γλάρος τίναξε άγρια τα φτερά
και το μαύροθάνατο προσπέρασε
της μελάνης όμως ο καπνός
πικρή φυλακή τον κέρασε

Αιχμαλωσία  θανάτου άρχισε
του γλάρου μια ψυχή εράγισε
γοργά η κτηνωδία τέλειωνε
πολύ πικρά μια μάνα εδάκρυσε

Φτωχοί κουμπουροφόροι τρελαμένοι
η ιστορία στον αγέρα πλανιέται
από σφαίρα ποτέ δεν χάνεται
γιατί από τον θάνατο ξαναγεννιέται.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ

Θρύψαλα, σκόνη , καπνός
στον δρόμο της ζωής μου
αναρωτιέμαι πως χάθηκε
η επανάσταση μου.
Επανάσταση δικαίου επανάσταση
γραμμένη με μελάνι από αίμα
επανάσταση δικαίου επανάσταση
καταδικασμένη από το ανθρώπινο ψέμα

Ημίθεοι και άνθρωποι μπερδεύτηκαν
τον σκοπό τους αγόρασε με χρήμα
τον νέων τα οράματα σκοτώθηκαν
δικό σου το ανάθεμα, το κρίμα

Μόνος τον δρόμο θα συνεχίσω
δεν σκύβω στο βρώμικο το χρήμα
αν χρειαστεί το αίμα μου θα χύσω
δικό σου το αμάρτημα, τι κρίμα!

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

ΣΕ ΛΙΓΟ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ Η ΛΑΪΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΜΙΑ ΧΑΡΤΙΝΗ ΒΑΡΚΟΥΛΑ"

Μια χάρτινη βαρκούλα
θα ελευθερώσω απ'το Αιτωλικό
στην πλώρη θάχει μια καρδούλα
που θα ψιθυρίζει σ'αγαπώ

Αν νικήσει τις καταιγίδες
και φτάσει στα χέρια σου
ψάξε, έχει κρυφές ελπίδες
και θυσαυρό τα μάτια σου

συνεχίζεται .....