Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΠΟΥ ΠΑΜΕ...

Που πάμε διαβάτες βιαστικοί;
Παγίδα έστησε μπροστά μας το σκοτάδι
απο τα μάτια να μας κλέψει την ψυχή
και να την πάει στραβή στον Άδη.

Μπροστά οι πηγές είναι αιχμάλωτες
και πίσω δηλητηριασμένες
ψάχνουν τα παιδιά μας για νερό
και βρίσκουν ελπίδες πεθαμένες.

Ας χαμηλώσουμε τα μάτια στην Αγάπη
τα παιδιά ελπίδες να θερίζουν
και σαν αδέρφια να καρτερούμε ταπεινά
τον ΑΝΘΡΩΠΟ που έρχετε...

ΖΩΗ

ΖΩΗ ζωντανεύουν τα χρώματα
η φωτογραφία σου ανεβαίνει στον καθρέφτη
το φως διώχνει απ’ τον χρόνο την θλίψη
κι η μορφή σου χαράζει γραμμές.

ΖΩΗ ο ΣΤΑΥΡΟΣ της θέλησης
ειρηνικά κερδίζει την μεγάλη μάχη
δίχως νικητάς και νικημένους
κι αφήνει πίσω το μαύρο του χθές.

ΖΩΗ το φως απ’ τα μάτια σου
αιώνια θα φωτίζει τον θρόνο
ο χρόνος σκλάβος στα πόδια σου
και τα πουλιά θα σου φέρνουν ελπίδες.

                            31/12/1998

Ω! ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Ω! Αθάνατοι του κόσμου ποιηταί
που αυθόρμητα καταθέσατε στην ζωή
ολόκληρες τις εαυτόν ψυχές
δίχως καμιά ανταμοιβή.

Ταπεινά η σκέψη μου
την πόρτα σας χτυπά μ’ ελπίδα
αθάνατους γυρεύω εθελοντές
ν’ ανέβουν στου πλοίου την ασπίδα.

Την μπόρα να σχίσουμε στα δυό
να ελευθερώσουμε του ήλιου τις αχτίδες
η ειρήνη να ξαναπιεί γλυκό νερό
να ξαναπετάξουν των ανθρώπων οι ελπίδες.

ΙΣΩΣ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΟΥΜΕ...

Πάγωσε αστείρευτο το δάκρυ
θυσία τιμής στην πύλη της ψυχής
ο καημός του έχτισε απαραβίαστο κλουβί
και πέταξε τα κλειδιά στη λίμνη ζωής.

Υπερασπίστηκε καρτερικά την Αγάπη
και πέτρωσε σφιχταγκαλιασμένο με την Λευτεριά
τώρα ακίνητο το θωρεί η Πόλη
κι αναζητά της καρδιάς του τα κλειδιά.

Ίσως ξαναμιλήσουμε καλέ μου φίλε
ίσως ξανατραγουδήσουμε στίχους της Λευτεριάς
ίσως όταν η φλόγα φωτίσει τον Χρησμό
και ξυπνήσει ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ.

                     30/3/1998

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΧΩΜΑ

Μια χούφτα χώμα
το μυστικό του Ανθρώπου
και η Ζωή βασίλισσα στην έρημο
αναζητά νερό στο δάκρυ του.

Μια χούφτα θάλασσα
το μυστικό της ΖΩΗΣ
και μεις δικοί της ναυαγοί
απ’ το ναυάγιο της ψυχής.

Μια χούφτα χώμα και νερό
το μυστικό στα χέρια του ΘΕΟΥ
μ’ Αγάπη δώρισε στα παιδιά του
το κληρονομικό δικαίωμα του Ανθρώπου.

ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Μια πεταλούδα φοβισμένη
κρυμμένη στα χρυσαφένια φτερά της
τον ήλιο καρτερούσε, να πάρει δύναμη
της Ζωής, να ταξιδέψει τ’ όνειρα της.

Αποζητούσε ταξίδια αληθινά
στον απέραντο εναέριο χώρο της καρδιάς
τα όνειρά της ήταν και είναι μοναδικά
πως να τα σβήσει το σκοτάδι μιας βραδιάς.

Βήματα βαρειά ακούγονται στη στράτα
απορρημένοι βγαίνει στο Φως
ελεύθερη βρέθηκε να ταξιδεύει
το χέρι της κράταγε, Έλληνας ο Άνθρωπος.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ

Ένα αγριολούλουδο φοβισμένο
τον ήλιο αποζητούσε
και μες΄την βαρυχειμωνιά
στον αγέρα τραγουδούσε.
τον φόβο είχε κάνει θάρρος
το χώμα απειλούσε
ήλιο ζητούσε απ’ την ζωή
μια αχτίδα καρτερούσε.

Η μοίρα έστεκε κοντά
θαύμαζε κρυφά το θάρρος
γράμμα στο ήλιο έστειλε
ζήτησε ν’ ανάψει ο φάρρος.

Μια αστραπήσαν ήλιος φώτισε
έλαμψε της αγάπης η αχτίδα
δυνατά στο χώμα έφτασε
γεννήθηκε μια αθάνατη Ελπίδα...

ΑΔΕΛΦΕ

Στις απάτητες ψυχές των Ελλήνων
εκεί που η θέληση αγκαλιάζει το Φως
ο ήλιος της ζωής δεν δύει ποτέ
και πάντα θα βασιλεύει ο Θεός.
Εκεί στις απάτητες ψυχές των Ελλήνων
φύτρωσε το δενδρί της Λευτεριάς
ρίζωσε γερά στην λογική των ονείρων
και τρέφεται απ’ το αίμα της καρδιάς.

Απο κει, απ’ τις απάτητες ψυχές των Ελλήνων
αδελφέ σου στέλνω ένα δώρο ιστορικό
εισητήριο για το ταξίδι στην γη των ανθρώπων
ΑΔΕΛΦΕ, με της ΑΓΑΠΗΣ το ΠΛΟΙΟ.