Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ...

ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ! ΑΝΕΚΔΟΤΑ!! ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ!!!

ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ ΓΙΑ ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΥΣ
Κάποτε ένας μαθητής υπεραγαπούσε την δασκάλα του και για να μην πάρει ποτέ απολυτήριο και την χάσει, πήγαινε αδιάβαστος στο σχολείο. Στενοχωρημένη η δασκάλα που για πολλά χρόνια ο μαθητής δεν έπαιρνε απολυτήριο, όταν ήρθε η ώρα για τις εξετάσεις του έβαλε εύκολες ερωτήσεις..
1.Ποιοι σταύρωσαν τον ΧΡΙΣΤΟ;
απάντηση:        Οι εξωγήινοι, κυρία.
2.Ποιοι δηλητηρίασαν το ΣΩΚΡΑΤΗ;
απάντηση:        Οι Γάλλοι κυρία.
 3.Ποιοι έκαναν την Ελληνική επανάσταση;
απάντηση:     Οι Ινδιάνοι κυρία.
4.Ποιοι έκαναν την Γαλλική επανάσταση;
απάντηση:      Οι Έλληνες κυρία.
5.Πότε εξευγενίστηκαν οι άνθρωποι;
απάντηση:      Όταν τους προσπέρασαν τα ζώα κυρία.
6.Γιατί οι άνθρωποι διαβάζουν;
απάντηση:    για να μην πάνε αδιάβαστοι κυρία.
7.Γιατί οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται;
απάντηση:     γιατί τους έφαγαν οι πάπιες το μυαλό κυρία.
8.Γιατί οι άνθρωποι το βράδυ σβήνουν τα φώτα;
απάντηση:    για να μην μας βλέπει ο Θεός κυρία.
Χαρούμενη η δασκάλα που απάντησε στις ερωτήσεις, του έδωσε σφραγισμένο απολυτήριο χωρίς βαθμό και του λέει:
«Ορίστε πάρτο και φύγε είσαι ελεύθερος! Βάλε ό, τι βαθμό θέλεις!!
Πέρασες τις εξετάσεις!!!»
Στενοχωρημένος ο μαθητής που θα έχανε την γλυκιά δασκάλα, μόλις βγήκε απ’ το σχολείο, το έφαγε το απολυτήριο κι
έτσι δεν αποφοίτησε ποτέ!!!



ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΙΑ ΕΞΥΠΝΟΥΣ
Τα έφαγαν κρυφά όλα οι πονηροί και δεν εκδόθηκε κανένα!!!



ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΧΑΖΟΥΣ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας ψαράς. Τα βράδια του κρατικού χειμώνα για να ζεσταίνει το παγωμένο κελί της φυλακής, έπαιρνε στην αγκαλιά του τα εγγόνια του και τους έλεγε παραμύθια.
Απόψε παιδιά θα σας πω ένα Αληθινό Ελληνικό παραμύθι για χαζούς.
Ερώτηση: Παππού, γιατί το παραμύθι είναι για χαζούς;
Απάντηση: Γιατί σ’ αυτό το παραμύθι γλίτωσαν μόνο οι έξυπνοι.
Ερώτηση: Και γιατί το παραμύθι είναι αληθινό παππού;
Απάντηση: Γιατί οι πονηροί πέθαναν στ’ αλήθεια.
Ερώτηση: Και γιατί το παραμύθι είναι Ελληνικό παππού;
Απάντηση: Αυτό θα το καταλάβετε μόλις μεγαλώσετε.
Εντάξει, εντάξει παππού πες το μας!
Τα πολύ παλιά τα χρόνια ο ΘΕΟΣ έδιωξε απ’ τον Παράδεισο έναν παμπόνηρο αδίστακτο εκμεταλευτή που προσπάθησε να κλέψει το Αιώνιο Φως της Ζωής, για να μπορεί με αυτή τη δύναμη να καταδυναστεύσει τους ανθρώπους, να κυβερνήσει όλο τον κόσμο κατά τα δικά του πρότυπα και να καταφέρει έτσι να γίνει αυτός Θεός στη θέση του πραγματικού και αληθινού ΘΕΟΥ. Φθονούσε τον ΘΕΟ γιατί τον είχε διώξει απ’ τον Παράδεισο και προσπαθούσε πάντα με δόλιους τρόπους να
παραπλανήσει τους ανθρώπους και να τους πάρει με το μέρος του, για να μπορεί έτσι να αυτοκαυχιέται οτι νίκησε τον ΘΕΟ. Κάποια στιγμή λοιπόν εκμεταλευόμενος την απληστία κάποιων ανθρώπων, έπεισε όλες τις φυλές των χαζών και αιχμαλώτισαν την Αγάπη που ο ΘΕΟΣ απλόχερα είχε δωρίσει στους ανθρώπους και του την ξεπουλούσαν για λίγα αργύρια.
Για να τους δίνει τα αργύρια για την Αγάπη που του ξεπουλούσαν τους υποχρέωνε να υπογράφουν μια συμφωνία στο όνομά του και να βάζουν στο κορμί τους ένα τσιπάκι το οποίο με την κυκλοφορία του αίματος μέσα απο τις φλέβες, τελικά κατέληγε στο μυαλό (στη μήτρα του εγκεφάλου). Τυφλωμένοι απο την απληστία για τα αργύρια του ψευτοθεού αγνοούσαν οτι έτσι ξεπουλούσαν τον εαυτό τους κι οτι υπογράφοντας την συμφωνία του ψευτοθεού και βάζοντας το τσιπάκι, εκτός
του οτι αγόραζαν πρώτη θέση στο λεωφορείο για το νησί του πεθαμένου υπέγραφαν και το εισιτήριό τους για την αιώνια κόλαση.
Ερώτηση: Μα καλά! Και πως έγινε αυτό παππού;
Απάντηση: Απλά, φύτεψε στο μυαλό κάθε ανθρώπου που είχε υπογράψει την συμφωνία απο ένα τσιπάκι το οποίο βρίσκονταν σε συνεχή ασύρματη επαφή με έναν κεντρικό υπολογιστή και το λιγότερο που τους έκανε ήταν:
1)Τους παρακολουθούσε σε 24ωρη βάση, γιατί ακόμα χειρότερα
2)τους οδηγούσε εγκεφαλικά όπου ήθελε (τέλεια ρομπότ) και τους υποχρέωνε να κάνουν πράξεις τις οποίες αν πραγματικά τις έβλεπαν, θα έκλαιγαν δια τον εαυτόν τους, κι ακόμα πολύ χειρότερα.
3)Όταν κάποια στιγμή οι άνθρωποι κατάλαβαν την αλήθεια και θέλησαν να επανασταστήσουν ενάντια στον ψευτοθεό και την συμφωνία του και να επιστρέψουν στο Αληθινό ΘΕΟ και στο εαυτόν τους, ο ψευτοθεός τους εκτέλεσε κατά χιλιάδες απ’ τον κεντρικό υπολογιστή με ηλεκτρομαγνητικά κύμματα, αφού τα τσιπάκια που τους είχε βάλει ήταν σε συνεχή επαφή με τον υπολογιστή.
Ερώτηση: Κι ο πραγματικός ΘΕΟΣ παππού γιατί δεν είπε την αλήθεια στους ανθρώπους, να τους ειπεί να μην βάλουν το τσιπάκι, να μην υπογράψουν συμφωνία με τον ψευτοθεό κι έτσι να γλιτώσουν;
Απάντηση: Τους είπε την αλήθεια, πάντα τους έλεγε την αλήθεια και συνεχώς προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να τους δείξει την Αλήθεια, αλλά οι άνθρωποι είχαν τυφλωθεί απο τα αργύρια του ψευτο,θεού και δεν έβλεπαν τα πραγματικά πλούτη που τους είχε δωρίσει ο ΘΕΟΣ με μεγαλύτερο και καλύτερο την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, είχαν γίνει εγωιστές και δεν άκουγαν τίποτε και κανέναν.
Ερώτηση: Και πως γλίτωσαν τόσοι πολλοί Έλληνες παππού;
Απάντηση: Η μεγάλη Αγάπη του πάνσοφου ΘΕΟΥ για όσους τον αγαπούσαν κι είχαν μείνει πιστοί στον εαυτό τους ελευθέρωσε απο την φυλακή (τα δαιμόνια του Σωκράτη) τα οποία ήταν καλά πνεύματα που αγωνιούσαν για την τύχη των ανθρώπων, και με μια πανάρχαια απόρρητη Ελληνική γλώσσα άρχισαν κρυφά απο στόμα σε στόμα να λένε το μυστικό στους Έλληνες και σε όσους ανθρώπους είχαν μείνει πιστοί στον εαυτόν τους και στον ΘΕΟ.
Ερώτηση: Και μετά τι έγινε παππού;
Απάντηση: Όταν τα ξεπούλησαν όλα και χάθηκε η Αγάπη, ήρθε πείνα, δυστηχία και όσοι είχαν γλιτώσει άρχισαν να αλληλοσκοτώνονται και μην γνωρίζοντας τι να κάνουν, ρώτησαν τον ψευτοθεό;
παρακαλέστε τον ΘΕΟ τους απαντά αυτός να έρθει να μας φέρει Αγάπη: Κι όταν έρθει, τον πιάνουμε! τον δικάζουμε!! τον φυλακίζουμε!!! Και έτσι θα έχουμε Αγάπη για πάντα. Τυφλωμένοι απο την κουτοπονηριά και την απληστία που ήδη με τα αργύρια και τα τσιπάκια τους είχε σπείρει στο μυαλό ο ψευτοθεός, ξέχασαν πως ο πραγματικός ΘΕΟΣ είναι ΦΩΣ!!! Δεν πιάνεται! Δεν δικάζεται!! Και δεν φυλάκίζεται!!! Πράγματι ο ΘΕΟΣ, παρά την πικρία και την απογοήτευση που ένιωθε για το ξεπούλημα της ανθρωπότητας και την κατάντια των γνωστικών, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά τους κι όταν ήρθε...τον έπιασαν! τον δίκασαν!! τον φυλάκισαν!!! Και άρχισαν να τον τρώνε...για να χορτάσουν Αγάπη!!! Τον έφαγαν όλον, μα όταν έφτασαν στο ΦΩΣ του μυαλού τα χρειάστηκαν! Έτρωγαν – έτρωγαν και δεν χόρταιναν ποτέ! Κάποια στιγμή απο το πολύ φαγητό έσκασαν!! Και έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!
Υστερόγραφο: Οι πεταλούδες έχουν ζωγραφιστά ανοιχτά μάτια!!! Στα φτερά για να βλέπουν οι άνθρωποι τις ομορφιές της ίδιας της ζωής! Να μην τυφλωνόμαστε!! Και οι έξυπνοι να βλέπουν τις παγίδες των πονηρών!!!

ΠΑΠΥΡΟΣ 3

Τ’ αγριολούλουδα ριζώνουν αδερφωμένα!
Ψηλά στον βράχο!!
Για να βλέπουν οι άνεμοι την Α γ ά π η!!!

ΠΑΠΥΡΟΣ 2

Ο ά-κρατος υλισμός οδηγεί τον άνθρωπο
στ’ αδιέξοδο μονοπάτι του υπέρτατου
εγωισμού...
Εκεί που οι προσκυνηταί δεν βρίσκουν
μοναστήρια! Γιατί τα αγόρασαν!!
Οι εξω-γήινοι που προηγούνται!!!
Εκεί που οι ταξιδευταί δεν βρίσκουν
γάργαρο νερό να πιούν! Γιατί το μόλυναν!!
Στο προηγούμενο εγώ-διάβα τους!!!
Εκει που τ’ αγριολούλουδα δεν ανθίζουν!
Γιατί ο σπόρος τους!!
Σάπισε φυλακισμένος!!!
Εκεί που το φως του παραδείσου
γίνετε σκοτεινή κόλαση!

ΠΑΠΥΡΟΣ 1

Το μονοπάτι για την Ιθάκη! Θα βρούν οι
απλοί, οι αγνοί, οι ταπεινοί. Αυτοί που δεν
προσποιούνται τις αδυναμίες τους απέναντι
στη γήινη φύση της ζωής αλλά αγωνίζονται,
προσπαθούν και δεν παραδίδονται αμαχητί
σ’ αυτές, αλλά και που ποτέ δεν φυλάκισαν
την αξιοπρέπειαν του ανθρώπου στην υλική
τυφλο-δουλο-κατάκτηση της ζωής!

ΞΥΠΝΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ

Ένα νεογέννητο στιχάκι
ξυπνά ανήσυχο απ’ τον ύπνο τον βαθύ
μια μαύρη καταιγίδα έβλεπε
ωσάν ζωντανός χαλασμός
να χτυπά ανελέητα τον πλανήτη.

Σελώνει γοργά την θέληση
τ΄αόρατο άτι της ψυχής
του δίνει βάλσαμο γλυκό νερό να πιεί
απ’ το μυστικό δισάκι
κι ένα με τον άνεμο, στην έρημο καλπάζει.

Κάποια στιγμή, φτάνει στο μακρινό χωριό
και ξυπνά απαλά
την πριγκίπισσα των ξενητεμένων
το φως της αφήνει στα χέρια
και ένα με τον άνεμο, ξανά στην έρημο καλπάζει.

Πριγκίπισσα ξύπνα τα Ελληνόπουλα
και πες τους να επιστρέψουν γρήγορα
πριν τα προλάβει ο μαύρος χαλασμός
της πατρίδας τα χώματα, είν’ ασφαλή και σίγουρα
γιατί πάτησε και τ’ άγιασε Ο ΘΕΟΣ.

ΑΘΑΝΑΤΗ (ΟΙ)

Ένα χελιδόνι ταχυδρόμος
απο μια μακρυνή ανθρώπινη φυλή
μυστικούς ήχους απαγγέλει
στα παγωμένα σίδερα της φυλακής.
Αραχνοπροδωμένα σίδερα πάρτε πνοή
φως πάρτε απ’ το ΑΙΩΝΙΟ ΦΩΣ
φτερά της λευτεριάς κάντε τον άνεμο
το μύνημα να αφουγκραστούν τα χείλη μιας ζωής.

Κι απ’ της καρδιάς τα χείλη φτερουγίστε
στα εξωτικά όμορφα μάτια της
τη φλόγα της φιλίας ζωντανή να παραδώσετε
στα χέρια σπάνιας Ελληνικής ψυχής.

Κρύψε την φλόγα βαθειά στα σπλάχνα
κι όταν η φιλία ριζώσει στην αγάπη
ας την ποτίσουμε γάργαρο νερό να ανθίσει
ΑΘΑΝΑΤΗ (ΟΙ), ΕΛΕΥΘΕΡΗ (ΟΙ), ΜΟΝΑΔΙΚΗ (ΟΙ)

ΦΙΛΕ

Ένα νιογέννητο δάκρυ
παιδί ενός ελεύθερου Θεού
στον χιλιοτραγουδισμένο Όλυμπο
αναζητά τ’ όνειρα του ανθρώπου.
Ερημιά, ελάχιστοι ελεύθεροι, παντού σκλάβοι
που κουβαλούν στις πλάτες τους νεκρούς
διαβαίνουν του φόβου τα στενά αμίλητοι
για θυσία ψυχής σ’ ανύπαρκτους Θεούς.

Μπροστά μια μάνα αλυσοδεμένη
πατρίδα κρυφοπουλημένη σκλάβα
μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο στην πλάτη
απ’ των εγω-Δίκαιων τα τυφλωμένα χέρια.

Πίσω η Αγάπη χιλιοσταυρωμένη
πάνω σε παιδικές Αθώες ψυχές
με την αδικία στην καρδιά καρφωμένη
προσεύχεται για τους χωροφύλακες υ-ληστές.

Παραπίσω μισοπνιγμένη η ελπίδα
κιβωτός με κατασχεμένο προορισμό
ναυάγιο στης προδοσίας τα βρώμικα χνώτα
θαυματοκαρτερεί τον απο μηχανής θεό.
Και τα όνειρα πουθενά, ερημιά
παντού σκλάβοι μ’ ηλεκτρονικά κορμιά
τον θάνατο δίχως μεροκάματο ταΐζουν απονιά
υπέρτατη εργολάβος, η βασίλισσα σκλαβιά.

Και εγώ, ίσως ένας ακόμα εγωιστής
οδοιπόρος στα βάθη τ’ απέραντου μυαλού
να θυμίζω στων γνωστικών τα συντρίμια
τα παραδεισένια δώρα τ’ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ

Στη σκέψη απαλά κρατώ τον ΥΨΙΣΤΟ ΘΕΟ
σε τι όνειρα κι αλήθειες να ξαπλώσει
που να τον αποθέσω και που λίγο να σταθώ
χωρίς να φοβάμαι, κάποιος μην τον πληγώσει.

Μυριάδες Ελληνόπουλα στα χέρια κρατω
σε ποια γη να τ’ αφήσω ελεύθερα να ζήσουν
και της αδικοληστεμένης ζωής την ηχώ
πως να την δικαιώσω, που να μιλήσει, ποιοι να απαντήσουν.

Φίλε ένα φρέσκο σπόρο λευτεριάς
φυτεύω στης μάνας Γης την αγκαλιά
ίσως μια μέρα ριζώσει κι ανθίσει
και στον ίσκιο δροσιστούν τα παιδιά.

Φίλε θα το ποτίζω με γάργαρο νερό
απο την ψυχή, αγνά ολόγλυκα δάκρυα
ίσως μια μέρα θεριέψει και ψηλώσει
και στα κλαδιά φωλιάσουν ελεύθερα πουλιά.

Φίλε ταπεινά συγνώμη σου ζητώ
που ύψωσα την σκέψη ως τον ουρανό
δώρο λίγα αγριολούλουδα να φέρω
και να ψυθιρίσω ένα ακόμη Σ’ ΑΓΑΠΩ.

ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ ΚΛΑΜΑ

Στα μυστικά πεδία των ανθρώπων
κάτω απ’ τ’ άγρυπνο βλέμμα του Θεου
ένα φως ενσαρκώνει τη ελπίδα
ήλιος ταπεινής αναγέννησης
Αθάνατη Αύρα Αγγέλων
ανατέλει συμπαντικό εφτάψυχο αετό
σαν φως φτερουγίζει η λευτεριά
στ’ ανθισμένα χείλη της ζωής.

Παρθενικό κρυστάλινο κλάμα
πνέει στην εκκλησία της ψυχής
το φως ανασαίνει στα σπάργανα
ξαναγεννήθηκε η ελπίδα της Αγάπης.

ΥΠΗΡΧΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ‘ΡΘΕΙ...

Άναρθρες κραυγές
καβαλά σ’ ηλεκτρονικά άτια
διαβαίνουν τρέχοντας την ζούγκλα!
Τυφλοί πυρηνοκίνητοι αφεντάδες
με μαγνητικά τσιπάκια
κωδικούς εκδίκισης
και χημικά τελεσίγραφα θανάτου
βομβαρδίζουν ανελέητα τα όνειρα!!
Στο διπλανό βουνό
ο Ιούδας ξανασταυρώνει τον ΧΡΙΣΤΟ!!!
Και πέρα μακρυά
ένας ξεχασμένος προφήτης απαγγέλει!!!
Αδέρφια απλώστε της θέλησης τα φτερά
τη μάνα Γη να σκεπάσουμε
γιατί! αν εύρει γυμνή την Αγάπη!
εκείνος που υπήρχε! Υπάρχει!! Και θα ‘ρθει!!!
Πικρό θυμόκρασο οργής
απ’ το ποτήρι του θα πιούμε...
Γαλήνη δεν θα βρίσκουμε! Στην εκκλησία της ψυχής!
Πουθενά για να σταθούμε!!! Κι εσύ! Γλυκιά ζωή!!
Που είσαι;;;
Στα σπλάχνα σου να με τυλίξεις!
Ολόλευκο να γίνει τ’ όνειρο
και να με πάρει μακρυά
απο την ζούγκλα που μου δάνεισες απόψε!!
ώσπου να ημερέψουν λίγο οι τρελοί
και σαν ξημερώσει η αυγή
να ξαναγεννηθώ αγνός!!!

Σ’ ΑΓΑΠΩ

Θρόισμα, απόκρυφος καλπασμός
αγκαλιάζει γλυκά ολάκερη την Γη
φως λευτεριάς στα φυλοκάρδια
βάλσαμο στις φλέβες τις ζωής.

Η απλή ανθρώπινη λέξη Σ’ΑΓΑΠΩ
μεταφέρει δροσερό βάλσαμο χαράς
φως για συγνώμη στον ΕΠΟΥΡΑΝΙΟ ΘΕΟ
απ’ τ’ άδυτα μεταλλεία της ψυχής.

Φτάνει στου οράματος τον παλμό
εκεί που ο ΦΙΛΟΣ πάτησε στην μάνα Γη
το φως της Αγάπης ανοίγει τις μυστικές πύλες
και σαλπάρει τους στίχους της προσευχής.

ΔΥΟ ΙΠΠΟΤΕΣ

Δυό ιππότες, δυό αδέρφια
ο Κωσταντίνος κι ο Παναγιώτης
χέρι-χέρι στο ίδιο ποίημα
με θάρρος δίνουν την μάχη της ζωής.

Δυό ιππότες, δυό αητόπουλα
με χαμόγελο ατενίζουν τις μπόρες
γαληνεμένα τα βρίσκει η αυγή
ο ήλιος τ’ αγναντεύει στις επάλξεις.

Δυό ταπεινά αγριολούλουδα
γερά ριζωμένα στον βράχο της Αγάπης
με χαρά ανθίζουν τα όνειρα
στον ΘΕΟ στέλνουν άρωμα ψυχής.

Δυό εφτάψυχα Ελληνόπουλα
πίνουν απ’ το βάλσαμο της ευχής
μυριάδες Ελληνόπουλα απλώνουν τα  χέρια
κι ανεβαίνουν στην ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ.

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Μια γλυκιά ηλιαχτίδα
ταπεινή σκέψη του ποιητή
μ’ ανάλαφρα βήματα
διαβαίνει της ζωής το μονοπάτι.

Στ’ αντίκρυσμα λαχταρούν τα όνειρα
τύμπανα έχουν στις καρδιές
οι ανάσες χάνονται στα σωθικά
μια παραδεισένια ομορφιά ζωντανή.

Στο πέρασμα ξυπνούν τα πουλιά
φτερουγίζουν σε μητρικές αγκαλιές
ρομαντικά λόγια ελληνόπουλα
χτίζουν αηδονοφωλιές στην Αγάπη.

ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ

Ένας μικρός διαβάτης
απ’ την αθάνατη φυγή της καρδιάς
ψυθιριστά μπροστά στους ανθρώπους
απαγγέλει τους στίχους μιας μάνας.

Καλό ταξίδι
πληγωμένο λουλούδι της ζωής
την αγάπη να ‘χεις συντροφιά
στην παραδεισένια θάλασσα της ψυχής.

Ανθισμένο στα χείλη σου το φως
πανάκριβο διαμάντι της πατρίδας
απαστάπτουσα στα μάτια σου η αυγή
φρέσκο ν’ ανατέλει τον ήλιο της ελπίδας.

Η ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑ

Μια γλυκιά ηλιαχτίδα
ταπεινή σκέψη του ποιητή
χαράζει στον απέναντο ορίζοντα
μιας πριγκίπισσας τη ζωή.

Η πριγκίπισσα ροδίζει σαν φως
η ομορφιά ανατέλει μαζί με την αυγή
γοργόνες ζωγραφίζουν τα κύμματα
η Κωσταντίνα παίρνει μορφή.

Στον γαλάζιο ουρανό ανεμίζουν
άγγελοι μυστικοί φρουροί
ολόλευκα γλαροπούλια ελληνόπουλα
την συνοδεύουν στο ταξίδι.

Με ναύτη και καπετάνιο την Αγάπη
αναζητά ολόλευκα όνειρα
κύμα-κύμα σ’ εξωτικά ακρογυάλια
στάλα-στάλα πίνει τη χαρά.

ΑΠΕΡΑΝΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Μύνημα αγάπης σου στέλνω ζωή
επτάψυχο βλέμμα ηλιόλουστο
ολόλευκα απέραντα όνειρα
κι αστραφτερό διαμαντένιο χαμόγελο.

Αναπνέεις και νιώθω την αύρα
τα σίδερα χωρίζουν τον παλμό
η θυσία σφραγίζει την μοίρα
τ’ όραμα είναι ζωντανό.

Στο κάδρο δακρυσμένη η Παναγιά
Μάνα Ανάστασης για όλον τον κόσμο
μ’ ελπίδα ραντίζει την λευτεριά
την ανάσα ποτίζει κουράγιο.

Δεν παραδόθηκα ζωή
δεν σ’ αφησα σκλάβα ψυχή
δεν σε πρόδωσα σκέψη
θα δώσω λόγο στο ΘΕΟ.

ΓΛΥΚΕ ΠΑΤΕΡΑ

Ένα αλυσοδεμένο δάκρυ
στ’ ανθρωποκρεματόριο των καρεκλοκένταυρων
ελπιδοφόρους στίχους απαγγέλει
με την αληθινή φωνή των πληγών.

Είναι ο καγκελοχτισμένος ποιητής
που νίκησε της πίκρας το στοιχιό
τ’ αλυσοδεμένο δάκρυ έγινε αγάπη
κι οι πληγές τρέχουν βάλσαμο νερό.

Όλη τη Γη ΓΛΥΚΕ ΠΑΤΕΡΑ
απαλά κρατώ στα χέρια της ψυχής
και ταπεινά ζητώ, ΥΨΙΣΤΕ ΘΕΕ
δώρο για τα παιδια, δικαίωμα ζωής.

ΕΔΩ ΣΤ’ ΑΝΘΡΩΠΟΚΡΕΜΑΤΟΡΙΟ

Ένα φως απ’ την έρημο της ζωής
φτάνει στα χείλη των Ελλήνων
και με την τέχνη της ποίησης
τα χναρια των ανθρώπων ερμηνεύει.

Αδέλφια τ’όραμα ευλόγησε ο ΘΕΟΣ
η αγάπη ξανάνθισε στ’ αστέρια
οι άγγελοι σιγοτραγουδούν στον ουρανό
το πλοίο –αργώ-γαληνό-ταξιδεύει.

Επανάσταση τώρα αδέλφια
ιδεών και αρχών προικισμένη
αναπνέι ξανά τ΄ανθρώπου η λευτεριά
στ’ ανθρωποκρεματόριο αλυσοδεμένη

Εδώ στ’ ανθρωποκρεματόριο
αναπνέι και δακρύζει
εδώ στ’ ανθωποκρεματόριο
αναπνέι και ελπίζει.

Η ΚΙΒΩΤΟΣ

Σαράντα αηδονογλαροπερίστερα
σ’ ανω-ορθόδοξο σχηματισμό
ανάποδα στον κατακλυσμό του ειρηνικού
φτερουγίζουν σαν φως.

Κρατούν τα μάτια χαμηλά
στην σκέψη ζωντανό έναν ανθρωπο
στα σπλάχνα κρυμμένο ένα φως
σαν μια ψυχή, σαν ένα φως.

φτάνουν στην ναυαγησμένη κιβωτό
ο άνθρωπος αγκαλίαζει το δάκρυ
το ποτίζει της ελπίδας το φως
κι ο φάρρος εκπέμπει τον χρησμό.

ΛΕΥΚΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Ένας Έλληνας επαναστάτης
καβάλα σ’ ένα ολόλευκο άτι
έξω απ’ τη ρότα της ζωής
έρημο-αργό-άστρο- αρμενίζει.

Χαράματα περνά απ’ τη ξενιτειά
απλώνει ανεμόσκαλα με λέξεις
και ωσάν σύννεφο στον αγέρα
απ’ τον ουρανό ακροβατεί στην γη.

Αποθέτει μια ταπεινή ευχή αγάπης
και λίγα λευκά τριαντάφυλλα
στης ξενιτεμένης αδερφής
τ’ αδικοδακρυσμένο προσκεφάλι.

Η αυγή τον αντάμωσε μακρυά
ξανά στην έρημο της θυσίας
ακούραστα ν’ αναζητά στο φως
τ’ αχνάρια των ανθρώπων.

ΕΝΑ ΦΩΣ

Απλός, αγνός κι αληθινός
του ποιητή ο στίχος
φτερουγίζει ωσάν να είναι φως
σχίζοντας με λαχτάρα
τ’ απόκρυφα μονοπάτια της καρδιάς
αναζητώντας μεσ’ το φως
την γη των ανθρώπων.
Με το φως της αυγής
φτάνει στ’ αγνωστο χάνι του τώρα
εκεί που οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα
υποδέχονται ελεύθερα
στ’ αλυσοδεμένα βαγόνια των τρένων
τις απόκρυφες ελπίδες των άπορων
και ρωτά
για τ’ απάγγειο της ζωής.

Μπαίνει με το φως
απ’ την αόρατη πύλη της Αγάπης
δυό αγνά φιλιά
δυό ζεστά λόγια Ελληνικά
μια ποιητική συγνώμη
της αφήνει στον καθρέφτη
και λίγα τριαντάφυλλα
δίπλα στα όνειρά της.

ΘΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΩ

Καλό ταξίδι γλυκέ πατέρα, φίλε και αδερφέ
στην αόρατη θάλασσα της σιωπής
την Αγάπη να χεις σύμμαχο και συντροφιά
ώσπου να φτάσεις στο ουράνιο παλάτι της ψυχής.
Εκεί που το ανάλαφρο φτερούγισμά σου
θα ξυπνά τις μπαλάντες των αηδονιών
και θα απαγγέλουν τους στίχους
τα τάγματα των αγγέλων.

Και σαν ο επουράνιος ΘΕΟΣ προστάξει
την ώρα της μεγάλης σύναξης
θα σε καρτερώ στην ανάσταση
μια στιγμή να ξαναζήσουμε.